μητιῶ

μητιῶ
μητιάω
meditate
pres imperat mp 2nd sg
μητιάω
meditate
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
μητιάω
meditate
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
μητιάω
meditate
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
μητιάω
meditate
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
μητιάω
meditate
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μητιώ — μητιῶ, άω (Α) [μήτις (Ι)] 1. μελετώ, διαβουλεύομαι, σκέπτομαι («καθείατο μητιόωντες βουλάς», Ομ. Ιλ.) 2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι, επινοώ («νόστον Ὀδυσσῆι... μητιόωσα», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • επιμητιώ — ἐπιμητιῶ, άω (Α) σκέφτομαι, συλλογίζομαι πώς να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μητιώ «στοχάζομαι» (< μήτις «σώφρων σκέψη, σχέδιο»)] …   Dictionary of Greek

  • μήτιμα — μήτιμα, τὸ (Α) [μητιώ] μήτις* (Ι) …   Dictionary of Greek

  • συμμητιώμαι — άομαι, Α (επικ. τ.) συσκέπτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μητιῶ «σκέπτομαι, σχεδιάζω, επινοώ» (< μῆτις «φρόνηση, ευφυΐα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”